αὐτοσχεδόν

αὐτοσχεδόν
αὐτο-σχεδόν, Adv.
A near at hand, hand to hand, in Hom. always of close fight,

ξιφέεσσ' αὐ. οὐτάζοντο Il.7.273

;

δῄουν ἀλλήλους αὐ. 15.708

;

αὐ. ὡρμήθησαν 13.496

, cf. Od.22.293:—once also

αὐτοσχεδὰ δουρὶ . . ἐπόρουσε Il.16.319

; cf. αὐτοσχέδιος.
2 c. gen., near, close to,

ἀλλήλῶν Arat.901

.
II of Time, on the spot, at once, A.R. 1.12, 3.148.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αυτοσχεδόν — επίρρ. (Α) 1. «εκ του συστάδην», από κοντά 2. αμέσως, ευθύς αμέσως …   Dictionary of Greek

  • αὐτοσχεδόν — near at hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδά — αὐτοσχεδόν near at hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοσχέδιος — α, ο (AM αὐτοσχέδιος, α, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ (για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”